λοιμοκαθαρτήριο — το υγειονομικός σταθμός όπου γίνεται απολύμανση ταξιδιωτών και αποσκευών προερχόμενων από χώρες που έχουν μολυνθεί από επιδημία, το λαζαρέτο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαζαρέτο — Παλαιότερη ονομασία για το λοιμοκαθαρτήριο. Πρόκειται για δημόσια νοσοκομειακή εγκατάσταση που συνήθως βρισκόταν σε απόμερο παραλιακό χώρο, κοντά σε λιμάνι. Η παραμονή στο λ. ήταν υποχρεωτική, για ένα διάστημα, στους επιβάτες και στα πληρώματα… … Dictionary of Greek
σπόρκα — τα, Ν το λοιμοκαθαρτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sporco] … Dictionary of Greek
Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης … Dictionary of Greek
Βανβιτέλι — (Vanvitelli). Οικογένεια καλλιτεχνών ολλανδικής καταγωγής (Van Wittel), που εγκαταστάθηκε στην Ιταλία κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια του 18ου αι. 1. Γκάσπαρ (Gaspar, Άμερσφορτ 1655 – Ρώμη 1736). Τοπιογράφος κυρίως, έζησε στη Ρώμη από το 1674… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Χαλάσματα — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ.), στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας, του νομού Πρέβεζας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παππαδατών. II Μικρό νησί στην ακτή της Τροιζήνας, μεταξύ του επίσης μικρού νησιού Μπούρτζι και του στομίου Σταυρός… … Dictionary of Greek
λαζαρέτο — το (λ. βενετ.), το λοιμοκαθαρτήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)